- εξάντληση, νευρική
- Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο αίσθημα καταβολής των δυνάμεων και ευερεθιστότητα. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ενοχλήσεων είναι ότι απουσιάζουν οι οργανικές αλλοιώσεις ή είναι πολύ ελαφρές για να δικαιολογήσουν τα δυσάρεστα ενοχλήματα που αισθάνεται το άτομο, ενώ αντίθετα συνοδεύονται σταθερά από διαταραχές της ψυχικής σφαίρας. Τα άτομα που υποφέρουν από νευρική εξάντληση είναι εσωστρεφή, αγχώδη, ευσυγκίνητα, με μειωμένη αυτοπεποίθηση. Η θεραπευτική αγωγή βασίζεται στη χορήγηση φαρμάκων, ικανών να μειώσουν το άγχος και να προκαλέσουν αίσθημα ευεξίας, αλλά εκτός από αυτά, συνιστάται η κατάλληλη ψυχοθεραπεία από ειδικευμένο ψυχοθεραπευτή.
Dictionary of Greek. 2013.